- συνεπευθύνω
- Αδιευθύνω ή οδηγώ κάποιον ή κάτι και εγώ επίσης («θεοῡ συμπαρόντος καὶ συνεπευθύνοντος ἀρχὰς μεγάλων πραγμάτων», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐπευθύνω «οδηγώ σ' ένα σημείο, διευθύνω, διοικώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεπευθύνοντος — συνεπευθύ̱νοντος , συνεπευθύνω help to direct pres part act masc/neut gen sg συνεπευθύ̱νοντος , συνεπευθύνω help to direct pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)